Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Κοπή της βασιλόπιτας 2014

Καλή μας χρονιά, SCBWI Greece!
Ευχαριστούμε το Βιβλιοκαφέ Έναστρον για τη ζεστή φιλοξενία!





(Δεξιόστροφα από πάνω: Νίκη Λεωνίδου, Πωλίνα Παπανικολάου, Κατερίνα Κρις, Ράνια Μπουμπουρή, Mark Weinstein, Μαριάννα Τεγογιάννη, Ιωάννα Μπαμπέτα, Σάσα Βούλγαρη, Νίνα Βαβούρη, Γιώτα Αλεξάνδρου, Ξένια Κούτσογιαννη, Μαρία Ρουσάκη, Παναγιώτα Στρίκου-Τομοπούλου, Χρύσα Σπυρίδωνος, Μαίρη Σάββα-Ρουμπάτη)

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

December 2013 Events!

The Greek Chapter of SCBWI held its December events at the very quaint Agyra bookcafe in the heart of Athens.  The theme for our events this year was: "I don't know your handwriting" which focused on the importance of expression through writing. 

Our introductory event gave us the opportunity to enjoy the magic of stories and the written word as told through oral story-telling.  Our guest was the renowned story-teller and the SCBWI Greece nominee for the 2014 Astrid Lindgren Award, Sassa Voulgari.









Our second successful event was an illustration workshop for children.  Six SCBWI illustrators enthusiastically volunteered to offer tips to children on how to design a postcard and a large, lettered stamp/illustration which was then framed for each child to take back home.  We thank Polina Papanikolaou, Stathis Petropoulos, Sophie Gali, Lela Stroutsi, Niki Leonidou and Mark Weinstein!  We would also like thank IKEA for their kind sponsorship!

Ευχαριστούμε θερμά τα IKEA για την ευγενική χορηγία!














Our last event was a joint book presentation by two much-loved authors, Katerina Kris and Antonis Papatheodoulou.  Katerina’s book series explores the “Hmms”, the inspirational creatures that live inside sheets of paper and have noses like pointed pencils.  While Antonis’s book talks about the little “tailor of words” who created clothes out of words.  Together they inspired children and adults alike to find inspiration and knit a story out of yarn, words, imagination and loads of laughter!













Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Writing Workshop with Authors Maria Angelidou and Eleni Svoronou - April 2013

What is the course of a story?  What is a story's tale?  Where does it originate from and who does it speak to?  These questions and more were discussed amongst SCBWI Greece members and renowned children's book authors, Maria Angelidou and Eleni Svoronou, at Black Duck Multiplarte cafe in April. 











Critique Group Meeting - March 2013

SCBWI Greece members enthused by stories and original artwork!




Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Έκθεση "Όνειρα πόλης" Δεκ. 2012 συνέχεια...

 (Κατερίνα Κρις)

Όνειρα πόλης
Ιωάννα Μπαμπέτα


Σταμάτης
Βρέχει γκρι σταγόνες. Φοράω το μπουφάν μου, σηκώνω με δυσκολία το σακίδιό μου, ανοίγω την ομπρέλα και ξεκινώ για το σχολείο. Κοιτάζω χαμηλά για να μην σκοντάψω σε καμία λακκούβα με νερό. Γλιστερό το πεζοδρόμιο.
Η καθηγήτρια μιλάει. Από το παράθυρο κοιτώ τις πολυκατοικίες. Γέρνουν σαν να μην αντέχουν το βάρος. Στην απέναντι ταράτσα μια μπουγάδα απλωμένη χτυπιέται από τον αέρα. Τα μανταλάκια την συγκρατούν μη φύγει. Έτσι και το όνειρο που είδα χτες. Δεν φεύγει. Δεν έχει ήχο. Είναι σαν να έχεις χαμηλώσει την ένταση αλλά όχι τελείως. Μοιάζει με βουητό ενοχλητικό που δεν σε αφήνει να το απολαύσεις, να το ευχαριστηθείς. Γι' αυτό και το παίζεις στο μυαλό σου ξανά και ξανά. Κι αυτό δεν φεύγει. Μαγκωμένο θαρρείς με μανταλάκια.
Αχ και να με αγαπούσε η Φωτεινή. Δακρύζω.

Φωτεινή
Βρέχει και η ομπρέλα ξεχασμένη σπίτι. Βάζω το σακίδιο στο κεφάλι μου και τρέχω. Τσαλαβουτώ σε λακκούβες με νερό. Σταγόνες πετάγονται και χορεύουν ένα τρελό χορό με αυτές που πέφτουν από τον ουρανό. Όλα λάμπουν. Μου αρέσει να κοιτάω ψηλά. "Θα σκοντάψεις" μου λέει η μαμά. Δεν πειράζει, θα έχει πλάκα!
Μέσα στην τάξη η καθηγήτρια μιλάει. Δεν την προσέχω. Τεντώνω τα αυτιά μου να ακούσω τον ήχο της βροχής. Μοιάζει με μουσική από πιάνο. Κοιτώ έξω. Οι πολυκατοικίες γέρνουν σαν να θέλουν να αγκαλιαστούν. Απέναντι σε μια ταράτσα ένα σεντόνι απλωμένο και ασπρόρουχα. Ονειρεύομαι πως είναι ουράνιο τόξο και σύννεφα πιασμένα με μανταλάκια για να στεγνώσουν από τη φθινοπωρινή βροχή.

Η μπουγάδα της γκρίνιας
Παναγιώτα Στρίκου-Τομοπούλου


Με θυμάμαι να γκρινιάζω,  όταν είχε συννεφιά.
Όταν έλαμπε ο ήλιος και δεν φορούσα τα μαύρα μου γυαλιά!
Γκρίνιαζα γιατί τα παπούτσια μου είχαν κορδόνια,
γιατί δεν ήταν μπόλικη η σάλτσα στα μακαρόνια,
γιατί δεν μπορούσα να ζωγραφίζω γατάκια,
γιατί ο αέρας πήρε τα ροζ μου χαρτάκια…
Γκρίνιαζα γιατί είχα να πάω σχολείο
γιατί δεν μου μιλούσε ο διπλανός  στο θρανίο!
Γκρίνια με κάθε ευκαιρία και σε κάθε στιγμή
Σε κάθε καλό έβρισκα μια κακή αφορμή.

Όσπου βρέθηκε εμπρός μου η Ίρις
και είπε πως είμαι απλά…κακομοίρης!
Μιλάω για μία ψιλόλιγνη και αστεία νεράϊδα
που ήξερε κάθε σκοτούρα να  κάνει μπουγάδα!
Δεν  πίστευα ως τότε σε νεράϊδες και ξωτικά.
Η Ίρις είχε τον τρόπο στη σκέψη να βάζει φωτιά.

Ήρθε να ζήσει στη γειτονιά μου
και έμεινε μέχρι να βάλει μπόλικα χρώματα στην καρδιά μου.
Εκεί που εγώ σήκωνα γροθιά με το χέρι
εκείνη μου έδειχνε πως λάμπει ένα αστέρι.

Και γιατί να είναι έτσι και να μην είναι αλλιώς;
αναρρωτιόταν στο σήμερα, στο χθες…
συνεχώς!

-Δεν αντέχω έλεγα το κρύο του Γενάρη.
-Κοίτα όμως στον ουρανό,  τι λαμπερό που έχει φεγγάρι.
-Πόσο άστατος είναι ο καιρός του Μάρτη!
-Ονειρέψου ταξίδια κοιτώντας το χάρτη.

Να βλέπω ότι καλό, είχα ξεχάσει .
Σε ότι δύσκολο, η Ίρις έλεγε «αυτό θα περάσει»

Κι έτσι κατάλαβα τις γκρίνιες πως πρέπει να κόψω
και για πρώτη φορά είδα τα χρώματα στο ουράνιο τόξο.
Είδα πως τόσο καιρό μούσκεμα τα είχα κάνει
την ζωή μου την είχα βάλει σε όλα να χάνει.
Τώρα τριγύρω χαμόγελα σε όλους χαρίζω
από κοντά μου έδιωξα το χρώμα το γκρίζο.

Η Ίρις έφυγε για άλλη χώρα
Σε κάποιου άλλου τη διάθεση θα έπιασε μπόρα.
Θα του περάσει κι αυτού που θα πάει
Θα καταλάβει πως χωρίς γκρίνια η ζωή ωραία κυλάει.



(Έρση Σπαθοπούλου)


Όνειρα πόλης
Πωλίνα Παπανικολάου


Είναι φορές που,

το βάρος σου πάνω στις πλάτες μου είναι αβάσταχτο.
Που περιφέρομαι, όλο απελπισία,
σέρνοντας πίσω μου δυο μπογαλάκια τόσα δα,
ίσα να χωράνε λίγες μνήμες μπαγιάτικες,
κάτι χαμόγελα ληγμένα,
φόβους που με ξυπνάνε τα μεσάνυχτα πεινασμένοι
και κάτι σταγόνες ελπίδας
που τις κουβαλάω υποχρεωτικά
από τότε που ανήκω σ’αυτό που λένε ‘ανθρωπότητα’.

Θόρυβοι με κακή ενορχήστρωση τρυπάνε ασύδοτα τ’αυτιά.
Όντα σαν κι εμένα βγάζουν κραυγές και μουγκρητά.
Πηχτή ασχήμια πνίγει οργισμένα την ομορφιά.

Κι είναι και φορές που ξεμακραίνω.
Πάω και κάθομαι πιο κει,
να μη με βλέπεις, να μη μ’αγγίζεις, να μη με πονάς.

Εκεί που οι θόρυβοι γλυκαίνουν,
τα μουγκρητά σωπαίνουν
και η ομορφιά σε λούζει ανενόχλητη.

Εκεί, κάθομαι να ξαποστάσω μια στιγμή.
Αφήνω τα μπογαλάκια, τα ξεχνάω.
Σε βγάζω από πάνω μου, σχεδόν πετάω.
Κι αφήνομαι να σ’ αγαπήσω απ’ την αρχή
για μια στιγμή,
σ’ εξωραΐζω, φτιάχνω μύθο
- πως είσαι η πιο όμορφη πάνω στη γη -
όπως σε ήθελα όλη μου τη ζωή.

Και, ξέρεις κάτι;
Λίγο σου μοιάζω.
Θέλω δε θέλω είμαι εσύ.
Έτσι, ωραία, σε ξαναγκαλιάζω
Σε παίρνω στις πλάτες μου απ’την αρχή.
Ξέρω, το βάρος θα είναι αύριο αβάσταχτο πάλι.
Το ξέρω. Και ξέρω, το ξέρεις κι εσύ....

(για την Μ)

 (Νίκη Λεωνίδου)


Τα ελβέρ των χρωμάτων
Νερίνα Παππά

Σχεδόν πάντα έβρεχε. H υγρασία είχε απλωθεί παντού σαν ομίχλη. Oύτε στα δυο μέτρα δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα. Εκείνος ήταν πάντα σκυφτός, μελαγχολικός και βιαστικός όπως όλοι γύρω του. Προχωρούσε στο δρόμο αμίλητος, σκυθρωπός μα και όλοι οι άλλοι γύρω του έτσι ήταν, όλη η πόλη ήταν έτσι μουντή και άχρωμη.  Όλα ήταν ασπρόμαυρα, μελαγχολικά και θλιμμένα.
... ... ... Και εκείνος ήταν μικρούλης, πολύ μικρούλης και είχε όλη τη ζωή μπροστά του. Κάθε βράδυ λοιπόν ρωτούσε τη μαμά του:
-Γιατί μαμά όλα πρέπει να είναι γκρίζα; Βαρέθηκα να στενοχωριέμαι, βαρέθηκα να μη γελώ, θέλω κάτι να αλλάξει.
Η μαμά του τότε του απαντούσε:
-Μη παραπονιέσαι έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τ’αφήσουμε, έλεγε η γιαγιά μου.
Εκείνος όμως δεν ήθελε να τα αφήσει έτσι και βρήκε τον τρόπο.
-Ψάξε μέσα σου πολύ κι απάντηση θα βρεις, μη σταθείς όμως εκεί, ψάξε μες τη μουσική κι αν ακόμα δεν τη βρεις τότε έλα να με δεις. Του είπε η ακριδούλα που συχνά του έκανε παρέα.
Δύσκολος ο γρίφος για ένα μικρό παιδάκι. Όμως αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο παιδάκι , ήταν ένα ξεχωριστό αγοράκι που κατάφερε να λύσει το γρίφο.
Βρήκε το ξόρκι το μαγικό, και τα ξωτικά των χρωμάτων έφεραν το φως, το χρώμα και μαζί το χαμόγελο.

Μέσα από τα χρώματα περνάτε, τρέχετε και τραγουδάτε.
Ζωή τριγύρω σας σκορπάτε ξωτικά των χρωμάτων εσείς,
των ονείρων φύλακες της γης.
Κόκκινο και πράσινο, κίτρινο και ροζ, φέρατε μαζί σας όλο το φως.
Δώστε λοιπόν χαρά και γέλιο σε αυτήν την άχρωμη τη γη.
Προσφέρετε το χρώμα σας θεμέλιο ζωής.
Μέσα από τον ουρανό πετάτε ανάλαφρα και ζωηρά,
χαμόγελα χαρίζατε αληθινά, ξωτικά χρωμάτων, εσείς
Των ονείρων φύλακες της γης.

Όνειρα πόλης
Νίνα Βαβούρη

Ήταν θυμάμαι μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα, από εκείνες που εύχεσαι να μπορούσες να μείνεις στο σπίτι και πιο συγκεκριμμένα στον καναπέ με μια κουβερτούλα στα πόδια να πίνεις κάτι ζεστό και να διαβάζεις με τις ώρες, κάνοντας που και που κανένα διάλειμμα για να χαζέψεις τη βροχή απ’το παράθυρο. Σηκώθηκα με το ζόρι από το κρεβάτι, έφαγα βιαστικά το πρωινό μου και ξεκίνησα για το σχολείο. Στο δρόμο διαπίστωσα πως μου είχε λυθεί το κορδόνι και σταμάτησα για να το δέσω. Κι έτσι όπως ήμουν σκυμμένη μου φάνηκε πως άκουσα κάποιον να μου μιλάει. Γύρισα και κοίταξα αλλά δεν υπήρχε κανείς. Όμως εξακολουθούσα να ακούω ομιλίες. Και τότε κατάλαβα πως οι φωνές ερχόντουσαν μέσα από ένα φρεάτιο που ήταν δίπλα μου! Έσκυψα και προσπάθησα να δω εάν ήταν κάποιος μέσα. Είναι κανείς εκεί κάτω; φώναξα. Δεν πήρα απάντηση. Με ακούτε; Τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Χαμογέλασα και σηκώθηκα. Καλά, μάλλον ακόμα κοιμάμαι σκέφτηκα. Φαντάσου να με είδε και κανείς … Έκανα να προχωρήσω και τότε άκουσα ένα φτάρνισμα. Δεν μπορεί και αυτό να το φαντάστηκα, σκέφτηκα. Πήγα λίγο παρακάτω και κρύφτηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και τότε τα είδα! Κάτι μικρά ανθρωπάκια άρχισαν ένα ένα να βγαίνουν από το φρεάτιο και να ανεβαίνουν προς τον ουρανό! Ήταν τόσο χαριτωμένα! Φορούσαν χρωματιστές φόρμες και οι κινήσεις τους ήταν τόσο αέρινες! Επ! Σε τσάκωσα! Τι κάνεις εκεί; άκουσα τη γνώριμη φωνή της φίλης μου και αισθάνθηκα  να με τραβάει από τον ώμο. Ε, παρακολουθώ ένα  ε, πουλάκι, να εκεί, έκανα αμήχανα. Δεν βλέπω κανένα πουλάκι, μου απάντησε εκείνη. Μάλλον θα τρόμαξε και θα πέταξε της απάντησα.



(Ιορδάνης Χατζηκωνσταντίνου)

Είναι τα φεγγάρια ίδια;
Ιωάννα Μπουλντούμη
  


... Άραγε, το φεγγάρι είναι το ίδιο όπου και να πας; Το ίδιο στρογγυλό, το ίδιο μακρινό, το ίδιο φωτεινό; Φοράει τα ίδια σύννεφα σα γούνινο γιακά; Σου κρατάει την ίδια παρέα όταν είσαι μακριά, ξενυχτάει το ίδιο μαζί σου όταν η στεναχώρια δε σ’ αφήνει να κοιμηθείς; Μοιάζει να χαμογελάει στις χαρές σου ακόμα κι όταν δεν βγεις στο ίδιο μπαλκόνι για να του μιλήσεις;

Φοβάμαι ότι εκεί που θα πάω θα βρω άλλο φεγγάρι – ή και καθόλου, αχ, τι τρομερή σκέψη είναι αυτή! Τι να κάνω για να το πάρω μαζί μου; Δεν είμαι και τόσο παιδί πια για να πιστέψω ότι μπορώ να του δέσω ασημένια κορδόνια και να το σύρω ξωπίσω μου. Ή να το ξεφουσκώσω με μια χρυσή καρφίτσα για να το χώσω μέσα στη βαλίτσα μου...

Κι αν αυτό το φεγγάρι που ξέρω, το δικό μου φεγγάρι, το φεγγάρι του μικρούτσικου μπαλκονιού μου, θυμώσει όταν ξαφνικά δε με δει; Μήπως προδώσει τα μυστικά μου; Μήπως πει στα άλλα φεγγάρια να μη μου μιλάνε; Μήπως στείλει τα αστέρια του βροχή και πέσουν πάνω στις απλωμένες κάλτσες μου και τις κάψουν;

Αχ φεγγάρι, μίλα μου! Πες μου, πόσο ακριβό είσαι για να σε πάρω μαζί μου;





(Ελίζα Βαβούρη)

"Ακροβάτες" 
(παλιό ποντικορεμπέτικο)
Αντώνης Παπαθεοδούλου

ΤΥΡΙριρίν… ατίμη ποντικοινωνία
δε μας θες τραγουδιστές, ερωτευμένους ποιητές
μας θέλεις ακροβάτες
ό,τι αγαπάμε από μικρά, να το κρατάμε μακριά
απ' της ζωής τις γάτες

Όνειρα πόλης
Άντρη Αντωνίου
Ποντίκια είμαστε όλοι. Μικρά φοβισμένα ποντίκια με καρδούλες που χτυπούν παράφωνα στο πρόσταγμα του εκάστοτε καταπιεστή τους. Παγιδευμένοι στις στενές μας ποντικότρυπες, στοιβαγμένοι στις δύσοσμες φωλιές μας, μπουλούκια που εγκλωβίστηκαν με τ’ όνειρο ενός γαλάζιου ουρανού να τρεμοπαίζει στην άκρη της ψυχής τους.
    Σχοινί τεντωμένο η κάθε μέρα μας. Ακροβασία με πόδια τρεμάμενα πάνω από τ’ αβυσσαλέο κενό μιας μαύρης τρύπας. Υψοφοβία και ίλιγγος, όνειρο που χάσκει πανέτοιμο να εξαφανίσει το  μέσα μας, καλοραμμένο δίχτυ ασφάλειας κάτω απ’ τη γελοία  προσωρινότητα της ύπαρξής μας.
    Νύχια γαμψά παραμονεύουν στα λαβυρινθώδη στέκια που συχνάζουμε. Γδαρμένες ελπίδες μιας ευτυχίας που δεν πέτυχε, ματωμένες συνειδήσεις μιας τσαλαπατημένης υπερηφάνειας που κούρνιασε ξέπνοα στο θαμπό φως του δειλινού μας. Και στο πίσω τσεπάκι του βίου μας, διπλωμένο σε μυρωμένο χαρτί ένα ποίημα, να ξυπνάει το κοιμισμένο μας όνειρο, να το σκουντάει απ’ το βαθύ λήθαργό του.
    Τι κι αν μπουρδουκλώθηκαν τα πόδια μας στον ιστό που μεθοδικά ύφαναν αράχνες που παραφύλαγαν; Πισθάγκωνα δεσμά τα πρέπει φύτρωσαν στο δρόμο μας και ξάφνιασαν τις προσχεδιασμένες μας πορείες. Κι όσες προσπάθειες κι αν κάναμε να επιστρέψουμε στον πρότερο εαυτό μας, η ανάμνηση του πριν και η προσδοκία του μετά δεν κατάφεραν ποτέ να βάλουν στο τώρα μας χρώμα.
Ασφυξία.  Ασφυξία κι απογοήτευση. Πνεύμονες που πάσχισαν να πάρουν ανάσα μέσα στα κλειστοφοβικά κορμιά που αμπαρωθήκαν. Οξυγόνο. Φιλί ζωής σε μισοπεθαμένες προσδοκίες που συναντήθηκαν αργά με τον απώτερο σκοπό τους. Χάδι απαλό σε ροδοκόκκινα μάγουλα,  ελπίδα που στα κλεφτά τρύπωσε μέσα στις  χαραμάδες που άνοιξε η παιδική ψυχή μας. Παιδιού όνειρο. Ανάταση. Ελπίδα μόνη του μέλλοντος κι ανάσταση του πεθαμένου μας παρόντος…