Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Έκθεση "Όνειρα πόλης" Δεκ. 2012 συνέχεια...

 (Κατερίνα Κρις)

Όνειρα πόλης
Ιωάννα Μπαμπέτα


Σταμάτης
Βρέχει γκρι σταγόνες. Φοράω το μπουφάν μου, σηκώνω με δυσκολία το σακίδιό μου, ανοίγω την ομπρέλα και ξεκινώ για το σχολείο. Κοιτάζω χαμηλά για να μην σκοντάψω σε καμία λακκούβα με νερό. Γλιστερό το πεζοδρόμιο.
Η καθηγήτρια μιλάει. Από το παράθυρο κοιτώ τις πολυκατοικίες. Γέρνουν σαν να μην αντέχουν το βάρος. Στην απέναντι ταράτσα μια μπουγάδα απλωμένη χτυπιέται από τον αέρα. Τα μανταλάκια την συγκρατούν μη φύγει. Έτσι και το όνειρο που είδα χτες. Δεν φεύγει. Δεν έχει ήχο. Είναι σαν να έχεις χαμηλώσει την ένταση αλλά όχι τελείως. Μοιάζει με βουητό ενοχλητικό που δεν σε αφήνει να το απολαύσεις, να το ευχαριστηθείς. Γι' αυτό και το παίζεις στο μυαλό σου ξανά και ξανά. Κι αυτό δεν φεύγει. Μαγκωμένο θαρρείς με μανταλάκια.
Αχ και να με αγαπούσε η Φωτεινή. Δακρύζω.

Φωτεινή
Βρέχει και η ομπρέλα ξεχασμένη σπίτι. Βάζω το σακίδιο στο κεφάλι μου και τρέχω. Τσαλαβουτώ σε λακκούβες με νερό. Σταγόνες πετάγονται και χορεύουν ένα τρελό χορό με αυτές που πέφτουν από τον ουρανό. Όλα λάμπουν. Μου αρέσει να κοιτάω ψηλά. "Θα σκοντάψεις" μου λέει η μαμά. Δεν πειράζει, θα έχει πλάκα!
Μέσα στην τάξη η καθηγήτρια μιλάει. Δεν την προσέχω. Τεντώνω τα αυτιά μου να ακούσω τον ήχο της βροχής. Μοιάζει με μουσική από πιάνο. Κοιτώ έξω. Οι πολυκατοικίες γέρνουν σαν να θέλουν να αγκαλιαστούν. Απέναντι σε μια ταράτσα ένα σεντόνι απλωμένο και ασπρόρουχα. Ονειρεύομαι πως είναι ουράνιο τόξο και σύννεφα πιασμένα με μανταλάκια για να στεγνώσουν από τη φθινοπωρινή βροχή.

Η μπουγάδα της γκρίνιας
Παναγιώτα Στρίκου-Τομοπούλου


Με θυμάμαι να γκρινιάζω,  όταν είχε συννεφιά.
Όταν έλαμπε ο ήλιος και δεν φορούσα τα μαύρα μου γυαλιά!
Γκρίνιαζα γιατί τα παπούτσια μου είχαν κορδόνια,
γιατί δεν ήταν μπόλικη η σάλτσα στα μακαρόνια,
γιατί δεν μπορούσα να ζωγραφίζω γατάκια,
γιατί ο αέρας πήρε τα ροζ μου χαρτάκια…
Γκρίνιαζα γιατί είχα να πάω σχολείο
γιατί δεν μου μιλούσε ο διπλανός  στο θρανίο!
Γκρίνια με κάθε ευκαιρία και σε κάθε στιγμή
Σε κάθε καλό έβρισκα μια κακή αφορμή.

Όσπου βρέθηκε εμπρός μου η Ίρις
και είπε πως είμαι απλά…κακομοίρης!
Μιλάω για μία ψιλόλιγνη και αστεία νεράϊδα
που ήξερε κάθε σκοτούρα να  κάνει μπουγάδα!
Δεν  πίστευα ως τότε σε νεράϊδες και ξωτικά.
Η Ίρις είχε τον τρόπο στη σκέψη να βάζει φωτιά.

Ήρθε να ζήσει στη γειτονιά μου
και έμεινε μέχρι να βάλει μπόλικα χρώματα στην καρδιά μου.
Εκεί που εγώ σήκωνα γροθιά με το χέρι
εκείνη μου έδειχνε πως λάμπει ένα αστέρι.

Και γιατί να είναι έτσι και να μην είναι αλλιώς;
αναρρωτιόταν στο σήμερα, στο χθες…
συνεχώς!

-Δεν αντέχω έλεγα το κρύο του Γενάρη.
-Κοίτα όμως στον ουρανό,  τι λαμπερό που έχει φεγγάρι.
-Πόσο άστατος είναι ο καιρός του Μάρτη!
-Ονειρέψου ταξίδια κοιτώντας το χάρτη.

Να βλέπω ότι καλό, είχα ξεχάσει .
Σε ότι δύσκολο, η Ίρις έλεγε «αυτό θα περάσει»

Κι έτσι κατάλαβα τις γκρίνιες πως πρέπει να κόψω
και για πρώτη φορά είδα τα χρώματα στο ουράνιο τόξο.
Είδα πως τόσο καιρό μούσκεμα τα είχα κάνει
την ζωή μου την είχα βάλει σε όλα να χάνει.
Τώρα τριγύρω χαμόγελα σε όλους χαρίζω
από κοντά μου έδιωξα το χρώμα το γκρίζο.

Η Ίρις έφυγε για άλλη χώρα
Σε κάποιου άλλου τη διάθεση θα έπιασε μπόρα.
Θα του περάσει κι αυτού που θα πάει
Θα καταλάβει πως χωρίς γκρίνια η ζωή ωραία κυλάει.



(Έρση Σπαθοπούλου)


Όνειρα πόλης
Πωλίνα Παπανικολάου


Είναι φορές που,

το βάρος σου πάνω στις πλάτες μου είναι αβάσταχτο.
Που περιφέρομαι, όλο απελπισία,
σέρνοντας πίσω μου δυο μπογαλάκια τόσα δα,
ίσα να χωράνε λίγες μνήμες μπαγιάτικες,
κάτι χαμόγελα ληγμένα,
φόβους που με ξυπνάνε τα μεσάνυχτα πεινασμένοι
και κάτι σταγόνες ελπίδας
που τις κουβαλάω υποχρεωτικά
από τότε που ανήκω σ’αυτό που λένε ‘ανθρωπότητα’.

Θόρυβοι με κακή ενορχήστρωση τρυπάνε ασύδοτα τ’αυτιά.
Όντα σαν κι εμένα βγάζουν κραυγές και μουγκρητά.
Πηχτή ασχήμια πνίγει οργισμένα την ομορφιά.

Κι είναι και φορές που ξεμακραίνω.
Πάω και κάθομαι πιο κει,
να μη με βλέπεις, να μη μ’αγγίζεις, να μη με πονάς.

Εκεί που οι θόρυβοι γλυκαίνουν,
τα μουγκρητά σωπαίνουν
και η ομορφιά σε λούζει ανενόχλητη.

Εκεί, κάθομαι να ξαποστάσω μια στιγμή.
Αφήνω τα μπογαλάκια, τα ξεχνάω.
Σε βγάζω από πάνω μου, σχεδόν πετάω.
Κι αφήνομαι να σ’ αγαπήσω απ’ την αρχή
για μια στιγμή,
σ’ εξωραΐζω, φτιάχνω μύθο
- πως είσαι η πιο όμορφη πάνω στη γη -
όπως σε ήθελα όλη μου τη ζωή.

Και, ξέρεις κάτι;
Λίγο σου μοιάζω.
Θέλω δε θέλω είμαι εσύ.
Έτσι, ωραία, σε ξαναγκαλιάζω
Σε παίρνω στις πλάτες μου απ’την αρχή.
Ξέρω, το βάρος θα είναι αύριο αβάσταχτο πάλι.
Το ξέρω. Και ξέρω, το ξέρεις κι εσύ....

(για την Μ)

 (Νίκη Λεωνίδου)


Τα ελβέρ των χρωμάτων
Νερίνα Παππά

Σχεδόν πάντα έβρεχε. H υγρασία είχε απλωθεί παντού σαν ομίχλη. Oύτε στα δυο μέτρα δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα. Εκείνος ήταν πάντα σκυφτός, μελαγχολικός και βιαστικός όπως όλοι γύρω του. Προχωρούσε στο δρόμο αμίλητος, σκυθρωπός μα και όλοι οι άλλοι γύρω του έτσι ήταν, όλη η πόλη ήταν έτσι μουντή και άχρωμη.  Όλα ήταν ασπρόμαυρα, μελαγχολικά και θλιμμένα.
... ... ... Και εκείνος ήταν μικρούλης, πολύ μικρούλης και είχε όλη τη ζωή μπροστά του. Κάθε βράδυ λοιπόν ρωτούσε τη μαμά του:
-Γιατί μαμά όλα πρέπει να είναι γκρίζα; Βαρέθηκα να στενοχωριέμαι, βαρέθηκα να μη γελώ, θέλω κάτι να αλλάξει.
Η μαμά του τότε του απαντούσε:
-Μη παραπονιέσαι έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τ’αφήσουμε, έλεγε η γιαγιά μου.
Εκείνος όμως δεν ήθελε να τα αφήσει έτσι και βρήκε τον τρόπο.
-Ψάξε μέσα σου πολύ κι απάντηση θα βρεις, μη σταθείς όμως εκεί, ψάξε μες τη μουσική κι αν ακόμα δεν τη βρεις τότε έλα να με δεις. Του είπε η ακριδούλα που συχνά του έκανε παρέα.
Δύσκολος ο γρίφος για ένα μικρό παιδάκι. Όμως αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο παιδάκι , ήταν ένα ξεχωριστό αγοράκι που κατάφερε να λύσει το γρίφο.
Βρήκε το ξόρκι το μαγικό, και τα ξωτικά των χρωμάτων έφεραν το φως, το χρώμα και μαζί το χαμόγελο.

Μέσα από τα χρώματα περνάτε, τρέχετε και τραγουδάτε.
Ζωή τριγύρω σας σκορπάτε ξωτικά των χρωμάτων εσείς,
των ονείρων φύλακες της γης.
Κόκκινο και πράσινο, κίτρινο και ροζ, φέρατε μαζί σας όλο το φως.
Δώστε λοιπόν χαρά και γέλιο σε αυτήν την άχρωμη τη γη.
Προσφέρετε το χρώμα σας θεμέλιο ζωής.
Μέσα από τον ουρανό πετάτε ανάλαφρα και ζωηρά,
χαμόγελα χαρίζατε αληθινά, ξωτικά χρωμάτων, εσείς
Των ονείρων φύλακες της γης.

Όνειρα πόλης
Νίνα Βαβούρη

Ήταν θυμάμαι μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα, από εκείνες που εύχεσαι να μπορούσες να μείνεις στο σπίτι και πιο συγκεκριμμένα στον καναπέ με μια κουβερτούλα στα πόδια να πίνεις κάτι ζεστό και να διαβάζεις με τις ώρες, κάνοντας που και που κανένα διάλειμμα για να χαζέψεις τη βροχή απ’το παράθυρο. Σηκώθηκα με το ζόρι από το κρεβάτι, έφαγα βιαστικά το πρωινό μου και ξεκίνησα για το σχολείο. Στο δρόμο διαπίστωσα πως μου είχε λυθεί το κορδόνι και σταμάτησα για να το δέσω. Κι έτσι όπως ήμουν σκυμμένη μου φάνηκε πως άκουσα κάποιον να μου μιλάει. Γύρισα και κοίταξα αλλά δεν υπήρχε κανείς. Όμως εξακολουθούσα να ακούω ομιλίες. Και τότε κατάλαβα πως οι φωνές ερχόντουσαν μέσα από ένα φρεάτιο που ήταν δίπλα μου! Έσκυψα και προσπάθησα να δω εάν ήταν κάποιος μέσα. Είναι κανείς εκεί κάτω; φώναξα. Δεν πήρα απάντηση. Με ακούτε; Τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Χαμογέλασα και σηκώθηκα. Καλά, μάλλον ακόμα κοιμάμαι σκέφτηκα. Φαντάσου να με είδε και κανείς … Έκανα να προχωρήσω και τότε άκουσα ένα φτάρνισμα. Δεν μπορεί και αυτό να το φαντάστηκα, σκέφτηκα. Πήγα λίγο παρακάτω και κρύφτηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και τότε τα είδα! Κάτι μικρά ανθρωπάκια άρχισαν ένα ένα να βγαίνουν από το φρεάτιο και να ανεβαίνουν προς τον ουρανό! Ήταν τόσο χαριτωμένα! Φορούσαν χρωματιστές φόρμες και οι κινήσεις τους ήταν τόσο αέρινες! Επ! Σε τσάκωσα! Τι κάνεις εκεί; άκουσα τη γνώριμη φωνή της φίλης μου και αισθάνθηκα  να με τραβάει από τον ώμο. Ε, παρακολουθώ ένα  ε, πουλάκι, να εκεί, έκανα αμήχανα. Δεν βλέπω κανένα πουλάκι, μου απάντησε εκείνη. Μάλλον θα τρόμαξε και θα πέταξε της απάντησα.



(Ιορδάνης Χατζηκωνσταντίνου)

Είναι τα φεγγάρια ίδια;
Ιωάννα Μπουλντούμη
  


... Άραγε, το φεγγάρι είναι το ίδιο όπου και να πας; Το ίδιο στρογγυλό, το ίδιο μακρινό, το ίδιο φωτεινό; Φοράει τα ίδια σύννεφα σα γούνινο γιακά; Σου κρατάει την ίδια παρέα όταν είσαι μακριά, ξενυχτάει το ίδιο μαζί σου όταν η στεναχώρια δε σ’ αφήνει να κοιμηθείς; Μοιάζει να χαμογελάει στις χαρές σου ακόμα κι όταν δεν βγεις στο ίδιο μπαλκόνι για να του μιλήσεις;

Φοβάμαι ότι εκεί που θα πάω θα βρω άλλο φεγγάρι – ή και καθόλου, αχ, τι τρομερή σκέψη είναι αυτή! Τι να κάνω για να το πάρω μαζί μου; Δεν είμαι και τόσο παιδί πια για να πιστέψω ότι μπορώ να του δέσω ασημένια κορδόνια και να το σύρω ξωπίσω μου. Ή να το ξεφουσκώσω με μια χρυσή καρφίτσα για να το χώσω μέσα στη βαλίτσα μου...

Κι αν αυτό το φεγγάρι που ξέρω, το δικό μου φεγγάρι, το φεγγάρι του μικρούτσικου μπαλκονιού μου, θυμώσει όταν ξαφνικά δε με δει; Μήπως προδώσει τα μυστικά μου; Μήπως πει στα άλλα φεγγάρια να μη μου μιλάνε; Μήπως στείλει τα αστέρια του βροχή και πέσουν πάνω στις απλωμένες κάλτσες μου και τις κάψουν;

Αχ φεγγάρι, μίλα μου! Πες μου, πόσο ακριβό είσαι για να σε πάρω μαζί μου;





(Ελίζα Βαβούρη)

"Ακροβάτες" 
(παλιό ποντικορεμπέτικο)
Αντώνης Παπαθεοδούλου

ΤΥΡΙριρίν… ατίμη ποντικοινωνία
δε μας θες τραγουδιστές, ερωτευμένους ποιητές
μας θέλεις ακροβάτες
ό,τι αγαπάμε από μικρά, να το κρατάμε μακριά
απ' της ζωής τις γάτες

Όνειρα πόλης
Άντρη Αντωνίου
Ποντίκια είμαστε όλοι. Μικρά φοβισμένα ποντίκια με καρδούλες που χτυπούν παράφωνα στο πρόσταγμα του εκάστοτε καταπιεστή τους. Παγιδευμένοι στις στενές μας ποντικότρυπες, στοιβαγμένοι στις δύσοσμες φωλιές μας, μπουλούκια που εγκλωβίστηκαν με τ’ όνειρο ενός γαλάζιου ουρανού να τρεμοπαίζει στην άκρη της ψυχής τους.
    Σχοινί τεντωμένο η κάθε μέρα μας. Ακροβασία με πόδια τρεμάμενα πάνω από τ’ αβυσσαλέο κενό μιας μαύρης τρύπας. Υψοφοβία και ίλιγγος, όνειρο που χάσκει πανέτοιμο να εξαφανίσει το  μέσα μας, καλοραμμένο δίχτυ ασφάλειας κάτω απ’ τη γελοία  προσωρινότητα της ύπαρξής μας.
    Νύχια γαμψά παραμονεύουν στα λαβυρινθώδη στέκια που συχνάζουμε. Γδαρμένες ελπίδες μιας ευτυχίας που δεν πέτυχε, ματωμένες συνειδήσεις μιας τσαλαπατημένης υπερηφάνειας που κούρνιασε ξέπνοα στο θαμπό φως του δειλινού μας. Και στο πίσω τσεπάκι του βίου μας, διπλωμένο σε μυρωμένο χαρτί ένα ποίημα, να ξυπνάει το κοιμισμένο μας όνειρο, να το σκουντάει απ’ το βαθύ λήθαργό του.
    Τι κι αν μπουρδουκλώθηκαν τα πόδια μας στον ιστό που μεθοδικά ύφαναν αράχνες που παραφύλαγαν; Πισθάγκωνα δεσμά τα πρέπει φύτρωσαν στο δρόμο μας και ξάφνιασαν τις προσχεδιασμένες μας πορείες. Κι όσες προσπάθειες κι αν κάναμε να επιστρέψουμε στον πρότερο εαυτό μας, η ανάμνηση του πριν και η προσδοκία του μετά δεν κατάφεραν ποτέ να βάλουν στο τώρα μας χρώμα.
Ασφυξία.  Ασφυξία κι απογοήτευση. Πνεύμονες που πάσχισαν να πάρουν ανάσα μέσα στα κλειστοφοβικά κορμιά που αμπαρωθήκαν. Οξυγόνο. Φιλί ζωής σε μισοπεθαμένες προσδοκίες που συναντήθηκαν αργά με τον απώτερο σκοπό τους. Χάδι απαλό σε ροδοκόκκινα μάγουλα,  ελπίδα που στα κλεφτά τρύπωσε μέσα στις  χαραμάδες που άνοιξε η παιδική ψυχή μας. Παιδιού όνειρο. Ανάταση. Ελπίδα μόνη του μέλλοντος κι ανάσταση του πεθαμένου μας παρόντος…
   
 


Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Έκθεση "Όνειρα πόλης" Δεκ. 2012

Η κοινή έκθεση εικονογράφων και συγγραφέων της SCBWI Greece πραγματοποιήθηκε το περασμένο μήνα με μεγάλη επιτυχία στο φιλόξενο χώρο του βιβλιοκαφέ Έναστρον.  Τα κείμενα συνόδευαν τις εικονογραφήσεις με θέμα "Όνειρα Πόλης..."  
Απολαύστε αυτή τη διαδικτυακή περιήγηση της έκθεσης…



 (Θέντα Μιμιλάκη)

Αυτή ήταν η τελευταία μου αγκαλιά...
Νίκη Λεωνίδου

         Αυτή ήταν η τελευταία μου αγγαλιά. Αυτή που με βάραινε και με κρατούσε πιο πολύ απ’όλες. Η πιο γλυκιά, η πιο δύσκολη, η πιο σφιχτή. Κάποτε ήταν αλλιώς. Τώρα όμως... Φόβος που έγινε αγάπη, ανάγκη που έγινε θαλπωρή. Τα δάχτυλα δεν άφηναν. Δεν ήθελα να χάσω το γλυκό σκοτάδι, τα αμυδρά φώτα πάνω στον γκρίζο τοίχο, τη ζεστή ανάσα στο μέτωπο. Όμως έπρεπε να φύγω. Όλα θα άλλαζαν. Η αλλαγή, το καλύτερο και το χειρότερο μαζί. Αντίο λοιπόν!  
          Τα χέρια μου άνοιξαν και τα μάτια μου έκλεισαν. Η καρδιά μου βούλιαξε όπως θα βούλιαζα κι εγώ. Όπως θα έπεφτα σαν φύλλο που ξεκόλλησε απ’το δέντρο. Όμως δεν βούλιαξα. Δεν έπεσα. Πέταξα ψηλά, πολύ ψηλά. Εκεί που όλα κάτω φαίνονται μικρά κι ασήμαντα. Εκεί που τα σπίτια, ο δρόμος, τα μαγαζιά, οι σκέψεις και οι στεναχώριες μοιάζουν σαν μουτζούρα, σαν ζωγραφιά βιαστικά φτιαγμένη. Ανάσανα βαθιά και πέταξα ακόμα πιο ψηλά. Πολύ ψηλά, εκεί που μόνο τα όνειρα φτάνουν. Εγώ όμως δεν είμαι όνειρο. Είμαι άνθρωπος. Είμαι άνθρωπος που ποτέ δεν έπαψε να ονειρεύεται... 


Όνειρα πόλης
Μαριβίτα Γραμματικάκη

Τα Χριστούγεννα πέρασαν πολύ γρήγορα. Μέσα σε λίγα λεπτά θαρρείς. Πως μετριέται άραγε ο χρόνος;  Ποτέ δεν κατάλαβα. Φεύγει σαν αστραπή όταν περνάς καλά και όταν βασανίζεσαι μένει παγερά ακίνητος. Εκείνη τη νύχτα δεν θα την ξεχάσω. Τα μάτια μου είχαν κολλήσει στο φινιστρίνι του καραβιού . Σε λίγα λεπτά θα ξεκινούσε το ταξίδι. Έβλεπα τα φώτα της πόλης μέσα στη νύχτα και προσπαθούσα να τα μετρήσω. Να θυμηθώ τους δρόμους, τα χρώματα των σπιτιών. Έκλεινα τα μάτια και τα φωτογράφιζα.  «Περνάει γρήγορα ο χρόνος. Θα γυρίσουμε γρήγορα» μονολογούσε η μαμά μου όλη μέρα και γέμιζε τις βαλίτσες με ρούχα για ένα χρόνο.  Δεν θα φύγουμε για πάντα, έλεγε κάθε φορά πριν φύγουμε. Πόσο κρατάει αλήθεια αυτό το «πάντα»; Ήθελα να σταματήσω τον χρόνο. Να μην φύγει το καράβι, να μην περάσει η νύχτα. Ήθελα τα πόδια μου να μακρύνουν, να μακρύνουν, να φτάσουν στον πάτο της θάλασσας και να γίνουν άγκυρα.  Γενάρης μήνας, αλλά ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια με ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο. Μόνο σε αυτή τη χώρα η νύχτα είναι τόσο όμορφη ακόμα και το χειμώνα. Κόλλησα ακόμα πιο πολύ στο τζάμι και άφησα τα δάκρυα να κυλίσουν. Το καράβι ξεκίνησε και τα φώτα της πόλης άρχισαν να στριφογυρίζουν και μετά να μικραίνουν ώσπου χάθηκαν τελείως.  Ένα κύμα έσκασε πάνω στο τζάμι. Από μια χαραμάδα πέρασαν μερικές θαλασσινές σταγόνες και ενώθηκαν με τα δάκρυα. Έκλεισα τα μάτια και έβαλα βαθιά μέσα μου την πόλη που άφησα. Μέχρι να γυρίσω πίσω θα την ονειρεύομαι. Για πάντα. Πόσο κρατάει τελικά αυτό το «πάντα»; Ποτέ δεν έμαθα.
(Έφη Λαδά)



Η φυγή
Μαρία Ρουσάκη

Φεύγω για πάντα από το πραγματικό, από τον δύσκολο βίο, από τα θέλω που δεν αντέχει άλλο η ψυχή μου να βαστάξει.
«Και που πας;» όλοι με ρωτούν – όλοι όσοι με αγαπούν, όλοι όσοι αγαπώ.
«Το κοράκι θα ακολουθήσω, όπου διαβαίνει στους ουρανούς, όπου προσπερνάει το τώρα, όπου το πράσινο ξεδιπλώνεται ατελείωτα στο φως.  Όπου το λευκό χνούδι των προβάτων δεν με ξεγελά.  Όπου δεν μετρά η ψυχή μου τα θέλω μου πια.»
Δεν τους λέω ότι μια ολόκληρη ζωή όσο μετρούσα τα πρόβατα, όσο προσπαθούσα να ονειρευτώ, δεν ευλογήθηκα ποτέ να ζήσω αυτά που επιθυμώ.
«Μη φύγεις,» μου ζητούν.
Κι εγώ τους κλείνω το ένα μάτι.
«Μα, μάζεψα τις βαλίτσες μου, κλείδωσα το σπίτι.  Το ταξίδι με περιμένει.  Το όνειρο να αδράξω, το τελευταίο πρόβατο να δω.»
«Μη φύγεις,» με παρακαλούν και κλείνω το άλλο μάτι.  Θέλω να μιλήσω – να τους εξηγήσω – 
Δεν θα φύγω για πάντα, αγαπημένοι μου.  Μην μου ανησυχείτε.  Τα θέλω μου εδώ δεν σταματούν αφού τώρα πάω να ζήσω…
Το όνειρο.
Και ας σβήσω.





 (Κατερίνα Φραγκάκη)



Ένα μικρό σύννεφο
Μαρίνα Μιχαηλίδου-Καδή

Ο Μάρκος κοίταξε τον απέραντο, γαλάζιο ουρανό.  Για έναν ολόκληρο χρόνο δεν είχε πέσει σταγόνα και πεθυμούσε πολύ τη βροχή.
Κάθε φορά που έβρεχε ο πατέρας του έφτιαχνε μικρές, χάρτινες βαρκούλες και ο Μάρκος τις άφηνε να ταξιδεύουν στα ποταμάκια του δρόμου, που έφερνε η βροχή.
Αυτό ήταν πριν χαθεί το χαμόγελο από τη ζωή τους.  Και πριν χαθεί η βροχή… 
Κάποιες μέρες ο Μάρκος ανέβαινε στη στέγη του σπιτιού του και κοίταζε τον ουρανό, για κάποιο σημάδι.  Ήταν σίγουρος ότι αν ερχόταν η βροχή, τα πράγματα θα γίνονταν και πάλι όπως πριν. 
«Τι κάνεις εκεί πάνω;» τον ρώτησε μια μέρα η Νεφέλη, που έμενε στο διπλανό σπίτι.
«Περιμένω τη βροχή» είπε ο Μάρκος απλά.
«Τη βροχή;  Μα όλοι λένε ότι δεν θα βρέξει ποτέ ξανά σε αυτή την πόλη!» είπε η Νεφέλη.
Εκείνο το βράδυ ο Μάρκος δεν μπορούσε να κοιμηθεί.  Άνοιξε το παράθυρό του και ανέβηκε σιγά σιγά στη στέγη. 
Κάτω από το φως του φεγγαριού, η πόλη που απλωνόταν μπροστά του άρχισε να παίρνει μια άλλη μορφή.  Δεν ήταν πια η γκρίζα πόλη της μέρας.  Ήταν μια πόλη όμορφη, γεμάτη χρώματα και χαμόγελα.
Η Νεφέλη τον είδε από το παράθυρό της και βγήκε κι εκείνη έξω.  Ο Μάρκος τη βοήθησε να ανέβει και κάθισε κοντά του.
Το βάρος που ένιωθε μέσα του ο Μάρκος τόσο καιρό δεν υπήρχε πια.  Σκέφτηκε όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε και πόσο τυχερός ήταν που τους είχε στη ζωή του.  Κοίταξε τα αστέρια, που έλαμπαν στον ουρανό, και έκανε μια ευχή. 
Καθώς η πόλη αποκοιμήθηκε, κανείς δεν είδε το μικρό σύννεφο που άρχισε να σχηματίζεται στον ουρανό.
Ένα μικρό σύννεφο, γεμάτο ελπίδα.

 (Στάθης Πετρόπουλος)

Γιατί η νύχτα
Ράνια Μπουμπουρή

Τη νύχτα όμως η πόλη ρίχνει την γκρίζα μάσκα της και γίνεται μια μεγάλη, πολύχρωμη αγκαλιά για τα παιδιά. Κι εκείνα βγαίνουν απ’ τα πνιγηρά ημιυπόγεια και τους θλιβερούς ημιωρόφους και παίζουν και τρέχουν και γελάνε σαν τ’ άλλα παιδιά, τα τυχερά. Οι υδρορρόες των πολυκατοικιών γίνονται τσουλήθρες, τα μυριάδες καλώδια κούνιες, οι σωληνώσεις μονόζυγα κι οι στέγες τραμπάλες. Και τα παιδιά ξεχνούν προσώρας το λιγοστό φαΐ, το μετρημένο γάλα, το μπαγιάτικο ψωμί. Χορταίνουν παιχνίδι και χορταίνουν χαρά. Γιατί η νύχτα τ’ αγαπά. Κι όσο η πόλη τα διώχνει τη μέρα, τόσο η νύχτα τα κανακεύει και τα ζητά. Γιατί η νύχτα ξέρει ν’ αγαπά.
Κι εκείνα λούζονται στο σκοτάδι κι αφήνονται να γεμίσουν σκοτάδι ως απάνω, γιατί το σκοτάδι αυτό είναι το δώρο της νύχτας που θα τα βγάλει, πιο γερά, στο φως. Γιατί η νύχτα ξέρει ν’ αγαπά. Κι η αγάπη της τους δίνει φτερά.
            
Όνειρα πόλης
Μαριάννα Κουμαριανού

Μακριά από τα βλέμματα των μεγάλων
(ή εκεί όπου κι αυτοί ξαναγίνονται παιδιά
και τα όνειρα τους βγαίνουν αληθινά),
όλοι φορούν τη βραδινή τους φορεσιά:
πιτζάμες με βούλες, ρίγες και σκουφιά.
Περνούν απ’ τα παράθυρα, ψηλά,
και κάνουν τσουλήθρα πάνω στην περικοκλάδα
- σαν σε τρανάκι λούνα-πάρκ –
περνώντας από κάθε στέγη και καμινάδα.
Τότε άγκυρα φτερωτή γίνεται το πελώριο κλωνάρι
που γραπώνει και τους οδηγεί στ’ ολοστρόγγυλο φεγγάρι.






 (Mark Weinstein)




Το κουδούνι
Βασίλης Κουτσιαρής
Γιάννης Διακομανώλης


Εφιάλτες. Σκοτεινοί, τρομακτικοί!

Σαν απρόσκλητοι επισκέπτες εισχωρούν στα όνειρά μας και μας ταράζουν. Σαν να μας γνωρίζουν καλά, ξεκλειδώνουν το ντουλαπάκι των φοβερών μυστικών μας και αποκαλύπτουν τις φοβίες μας.
 Όλοι μας έχουμε. Άλλοι τις ονοματίζουμε για να τις ξορκίσουμε, άλλοι όχι. Τις θάβουμε βαθιά , νομίζοντας πως έτσι θα τις ξεχάσουμε. Δεν μπορούμε όμως. Το βράδυ παρουσιάζονται και μας κάνουν να πεταγόμαστε από τα κρεβάτια μας.
Τότε πλησιάζουμε στο παράθυρο και κοιτάμε έξω. Ψάχνουμε να βρούμε κάτι όμορφο. Κάτι παρηγορητικό. Ίσως ψηλά στα αστέρια. Ίσως απέναντι στο δρόμο ή μακριά στην πόλη. Κάποιες φορές το βρίσκουμε. Άλλες όχι.
Δεν είμαστε όμως μόνοι. Κι άλλοι άνθρωποι είναι σαν εμάς. Κι άλλοι πλησιάζουν στο παράθυρο αργά τη νύχτα. Άλλοτε με αναμμένο τσιγάρο, άλλοτε με ποτό, άλλοτε με δακρυσμένα μάτια… 
Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι δίπλα μας. Ζουν σε διπλανές πόρτες του πάνω ή κάτω ορόφου. Τους έχουμε δει να περνάνε. Τους έχουμε ακούσει να μιλάνε. Τους έχουμε προσπεράσει τυχαία. 
Τα βράδια σχεδόν ακούμε την ανάσα τους, τα βήματά τους.
Ποτέ δεν σκεφτήκαμε να τους μιλήσουμε. Να κάτσουμε μαζί τους. Να γελάσουμε. Να τους ακούσουμε και να μας ακούσουν.
Αν το κάναμε, όλα θα άλλαζαν…
Η μοναξιά θα ημέρευε, το τσιγάρο δεν θα άναβε, το ποτήρι κρασί θα γνώριζε παρέα. Η νύχτα θα έδινε σκυτάλη στη μέρα με πρόσωπα χαρούμενα, χωρίς τόσες φοβίες και εφιάλτες.
Ας κάνουμε, λοιπόν,  το πρώτο βήμα. Το κουδούνι βρίσκεται στις πόρτες τους. Μην φοβάστε. Χτυπήστε το!

(Πωλίνα Παπανικολάου)

Η μπούκλα του ονείρου της
Εύα Κασιάρου

Ξημέρωνε. Ανέβηκα στην ταράτσα. Τα ρούχα απλωμένα. Κοίταξα τον ουρανό. Ανεμοστρόβιλοι βραδινών ονείρων. Τους  άγγιξα. Στο χέρι μου γράφτηκαν ονόματα πολλά. Ένα από αυτά Λίλα. Το φόρεμά της μπλε με άσπρο γιακά. Το περπάτημά της ρυθμικό. Το όνειρό της μυρωδάτο. Λουλουδένιο σαν το μωβ λουλούδι κάτω από το παράθυρό της. Τα μαλλιά της σγουρά, σαν τη μπούκλα του ονείρου της. Μέτραγε τους φίλους της. Στάθηκε στον αριθμό δύο. Ήθελε πολλούς.
Τα χέρια τους να σμίξουν.
Τους δρόμους με γέλια να γεμίσουν.
Να κάνουν ζαβολιές πολλές.
Ως και αυτιά λαγού στο μουσείο να φορέσουν.
Το εργοστάσιο να γκρεμίσουν και παιδική χαρά να κτίσουν.
Κοίταξε το όνειρο από δω. Το κοίταξε από εκεί. Έτρεξε στο σπίτι το παλιό. Δύο γέρικα χέρια την έσφιξαν γερά. Και ζωγράφισαν μαζί. Το τότε, το τώρα, το μετά. Ζήλεψαν το παρελθόν. Έσφιξαν τα δόντια στο παρόν. Παραδόθηκαν με πινέλα και μπογιές στο μέλλον. Το φεγγάρι κατέβηκε ολογλήγορα τις σκάλες του ουρανού. Το ταρατσόδεντρο γύρεψε ματιά. Την πήρε. Το μανιτάρι άνοιξε ομπρέλα, το όνειρο να μη βραχεί. Το μέλλον ζεστάθηκε στο φως της αυγής.
Η Λίλα έτρεξε στο κρεβάτι να χωθεί. Στο δρόμο χάθηκε ο άσπρος της γιακάς.
«Δε θα το βάλω κάτω, δε θα κλάψω, θα ράψω καινούργιο» είπε.
Κοίταξα τα απλωμένα ρούχα. Διάλεξα το άσπρο. Έφτιαξα γιακά. Τον άφησα στην ταράτσα.
«Θα το δει από το παράθυρό της όταν ξυπνήσει» σκέφτηκα.
Βγήκα στον έρημο δρόμο. Περπάτησα. Στάθηκα  μπροστά από το μουσείο. Τα βλέφαρά μου πετάρισαν. Λαγουδένια αυτιά είχαν φυτρώσει στη στέγη του. Χαμογέλασα.
«Λες; Όλα είναι πιθανά. Τίποτα δεν αποκλείεται» είπα και συνέχισα τον δρόμο μου. 

 Όνειρα πόλης
Γιώτα Κ. Αλεξάνδρου

Το φεγγάρι έδωσε το σύνθημα. Φανάρι έγινε στρογγυλό στον ουρανό. Κι εκείνος μάζεψε με τη σειρά του όλα τα αστέρια για να φωτίσουν την πόλη και το σχέδιό μου. Ακριβώς όπως είχαμε συμφωνήσει.
Είναι η μεγάλη νύχτα. Η νύχτα μου. Καιρός ήταν. Μετά από τόσες απαγορεύσεις. Την προηγούμενη φορά δεν είχαν πάει όλα σύμφωνα με το σχέδιο. Είναι αλήθεια. Και τιμωρήθηκα γι’ αυτό. Άδικα.
Απόψε όμως…
Δεν υπάρχει ψυχή στους δρόμους. Τόσο το καλύτερο. Μόνο εγώ και οι ουράνιοι συνεργοί μου. Και κάτι τριζόνια για αντιπερισπασμό. Γίνομαι φτερό και γλιστρώ από τοίχο σε τοίχο. Ποτέ δεν ξέρεις.
Αρχίζω δουλειά. Συγκεντρώνομαι και… παφ! Ένας σούπερμαν-ιτάρι σε μια ταράτσα. Πιφ! Ένα δέντρο-βεντάλια σε μια άλλη, αγκαλιά με μια μπουγάτσα. Ποφ! Ένα λουλούδι-γίγαντας, σε νυχτερινό περίπατο, στη θέση αποτσίγαρου.
Συνεχίζω. Έχω πάρει φόρα. Μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι. Μμμ… βάζω δυο χνουδωτά αυτιά λαγού στο μουσείο. Δυο λευκά φτερά αετού στο γραφείο. Ένα κίτρινο ράμφος κοτσυφιού στο σχολείο. Α! και μια πράσινη προβοσκίδα ελέφαντα στο υπουργείο. Ταιριάζει. Τέλεια!
Oι τοίχοι, ζωντανοί πίνακες γίνονται, κάθε λεπτό να καθρεφτίζουν ό,τι οι άνθρωποι αγαπούν, να ξεκινούν γλυκά τη μέρα.
Ξημερώνει. Πρέπει να τελειώσω γρήγορα πριν τελειώσει η νύχτα. Ρίχνω χρώμα. Πολύ χρώμα. Στις στέγες, στα ρούχα, στις καρδιές, στα όνειρα. Ωραία. Τώρα η πόλη είναι αγνώριστη. Σύμφωνα με το σχέδιο. Η αποστολή εξετελέσθη. Παιχνιδάκι ήταν.
Σαν θα ξυπνήσουν το πρωί, θέλω πολύ να δω. Θα ξαναβρούν το χαμόγελό τους; Πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που το είδα…